-
1 обострение
обострение с η όξυνση, η ένταση· η επιδείνωση (ухудшение)* * *сη όξυνση, η ένταση; η επιδείνωση ( ухудшение) -
2 обострение
обострениес ἡ ἔξυνση [-ις], ἡ ἔνταση[-ις], ἡ ἐπιδείνωση [-ις]:\обострение классовой борьбы ἡ ὀξυνση τής ταξικής πάλης· \обострение экономического кризиса ἡ ἐπιδείνωση τής οἰκονομικής κρίσης. -
3 обострение
-я ουδ.όξυνση, επιδείνωση, χειροτέρευση• ένταση•обострение болезни επιδείνωση της ασθένειας•
обострение положения όξυνση της κατάστασης•
обострение спора όξυνση της συζήτησης•
обострение классовых противоречий όξυνση των ταξικών αντιθέσεων•
обострение в отношениях ένταση στις σχέσεις.
-
4 ухудшение
-я ουδ.χειροτέρευση επιδείνωση•ухудшение положения επιδείνωση της κατάστασης•
ухудшение качества χειροτέρευση της ποιότητας.
-
5 обострение
1. (чувства, ощущения, напряжения и т п.) η όξυνση, (напр. болезни) η επιδείνωση 2. (сигнала) рад. η ένταση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обострение
-
6 усугубление
η επιδείνωση, η χειροτέρευση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > усугубление
-
7 ухудшение
η χειροτέρευση, η επιδείνωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ухудшение
-
8 ухудшение
ухудш||ениес ἡ χειροτέρευση [-ις], ἡ ἐπιδείνωση [-ις]. -
9 усугубление
-я ουδ.δυνάμωμα, μεγάλωμα-αύξηση• ένταση• επίταση. || επιδείνωση, χειροτέρευση.
См. также в других словарях:
επιδείνωση — η [επιδεινώνω] μεταβολή προς το χειρότερο … Dictionary of Greek
επιδείνωση — η η χειροτέρευση, η μεταβολή στο χειρότερο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιβαρυντικός — ή, ό 1. αυτός που αυξάνει το βάρος 2. αυτός που προκαλεί επιδείνωση («επιβαρυντικά στοιχεία») 3. (για αρρώστια) αυτός που παρουσιάζει επιδείνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
επιβαρυντικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που επιβαρύνει, που προξενεί επιβάρυνση. 2. μτφ., που προκαλεί επιδείνωση, χειροτέρευση της κατάστασης ατόμου: Κατάθεση επιβαρυντική για τον κατηγορούμενο. 3. (για αρρώστια), που φανερώνει επιβάρυνση, επιδείνωση, χειροτέρευση:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιπλοκή — η 1. περιπλοκή, εμπλοκή, μπέρδεμα. 2. μτφ., η επαύξηση των δυσχερειών εξαιτίας νέων δυσκολιών, η επιδείνωση. 3. (ιατρ.), η εμφάνιση πρόσθετου νοσηρού συμπτώματος, η περιπλοκή, η επιδείνωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγρίεμα — το [αγριεύω] 1. άγρια έκφραση τού προσώπου, βλοσυρότητα 2. εξαγρίωση, οργή που φθάνει στα όρια τής μανίας 3. (με ενεργ. σημ.) άγρια συμπεριφορά, φοβέρα, εκφοβισμός 4. (με παθητ. σημ.) το αίσθημα φόβου που δοκιμάζει κανείς κάτω από ορισμένες… … Dictionary of Greek
βαραίνω — (Μ βαραίνω) 1. γίνομαι βαρύς 2. προκαλώ αίσθημα βάρους, στενοχωρώ 3. σκληρύνομαι νεοελλ. Ι. 1. έχω βάρος, είμαι βαρύς 2. στενοχωρούμαι, αγανακτώ 3. στενοχωρώ κάποιον 4. πιέζω κάποιον μετο βάρος μου 5. επιβαρύνω κάποιον 6. γέρνω, λυγίζω από το… … Dictionary of Greek
εκτράχυνση — η 1. μεταβολή τής ομαλότητας σε τραχύτητα, τράχυνση, σκλήρεμα («η εκτράχυνση τών σχέσεων μεταξύ τών δύο χωρών») 2. μτφ. όξυνση, ένταση, επιδείνωση, χειροτέρευση … Dictionary of Greek
επίταση — η (AM ἐπίτασις) [επιτείνω] ενδυνάμωση, ένταση, αύξηση («επίταση τής οικονομικής δυσπραγίας») μσν. νεοελλ. επιδείνωση μσν. έντονη και διαρκής προσπάθεια, επιμονή αρχ. 1. τάση, τέντωμα («ἐν τῇ ἐπιτάσει καὶ ἀνέσει τῶν χορδῶν», Πλάτ.) 2. (για… … Dictionary of Greek
επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… … Dictionary of Greek
επιβάρυνση — η 1. αύξηση τού βάρους 2. αυτό που προκαλεί αύξηση τού βάρους 3. ενόχληση από αύξηση τών δαπανών («φορολογικές επιβαρύνσεις») 4. πρόσθετη δαπάνη 5. επιδείνωση, χειροτέρευση («επιβάρυνση τής θέσης τού κατηγορουμένου»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται… … Dictionary of Greek